εξαλάτωση

εξαλάτωση
Μέθοδος, κατά την οποία προστίθεται ένα άλας σε ένα διάλυμα για την καθίζηση μιας ουσίας. Ειδικότερα, η ε. εφαρμόζεται ως μέθοδος για την καθίζηση των πρωτεϊνών. Με τον όρο ε. δηλώνεται και η επεξεργασία για τη συντήρηση τροφίμων, με χλωριούχο νάτριο.
* * *
η
χημ. ο αποχωρισμός μιας ουσίας από κάποιο διάλυμά της με την προσθήκη άλλης ουσίας που έχει το ίδιο ιόν με αυτή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αλβουμίνες — Ομάδα απλών πρωτεϊνών, με ουδέτερο ή ασθενώς όξινο χαρακτήρα. Οι α. αποτελούνται από άνθρακα, υδρογόνο, άζωτο και θείο (μέχρι 2%) και περιέχουν σχεδόν όλα τα αμινοξέα, τα οποία μπορούν να ληφθούν με φυραματική διάσπαση ή όξινη υδρόλυση. Το… …   Dictionary of Greek

  • πρωτεΐνες — Οργανικές αζωτούχες ουσίες με μεγάλο μοριακό βάρος, οι οποίες σχηματίζονται με την ένωση πολλών μορίων αμινοξέων συνδεδεμένων με δεσμούς αμιδικού τύπου. Οι π. αναγνωρίστηκαν ως τα ουσιώδη αζωτούχα συστατικά του πρωτοπλάσματος από τον Μούλντερ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”