- εξαλάτωση
- Μέθοδος, κατά την οποία προστίθεται ένα άλας σε ένα διάλυμα για την καθίζηση μιας ουσίας. Ειδικότερα, η ε. εφαρμόζεται ως μέθοδος για την καθίζηση των πρωτεϊνών.
Με τον όρο ε. δηλώνεται και η επεξεργασία για τη συντήρηση τροφίμων, με χλωριούχο νάτριο.
* * *ηχημ. ο αποχωρισμός μιας ουσίας από κάποιο διάλυμά της με την προσθήκη άλλης ουσίας που έχει το ίδιο ιόν με αυτή.
Dictionary of Greek. 2013.